- δεκαήμερος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί δέκα μέρες2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ημερών3. το ουδ. ως ουσ. Το Δεκαήμεροντίτλος έργου του Βοκκάκιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ημερος < ημέρα. Το ουδ. δεκαήμερον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.